- πεντάπλευρος
- -η, -ο / πεντάπλευρος, -ον, ΝΑ1. αυτός που έχει πέντε πλευρές2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάπλευροσχήμα με πέντε πλευρές και πέντε γωνίες, το πεντάγωνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. εξά-πλευρος].
Dictionary of Greek. 2013.